δάπτρια

δάπτρια

δάπτρια, νοῠσος, verzehrend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δάπτρια — δάπτρια, η (Α) βλ. δάπτης …   Dictionary of Greek

  • δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”