δάπτρια — δάπτρια, η (Α) βλ. δάπτης … Dictionary of Greek
δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») … Dictionary of Greek