δοῦλος

δοῦλος

δοῦλος, ὁ (δέω?), Knecht, Sklav, dem Herrn, δεσπότης, unterworfen, im Ggstze des ἐλεύϑερος. Auch = Unterthan eines unumschränkten Herrschers, wie die Perser immer als δοῠλοι von den Griechen bezeichnet werden, vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 7, 3. Ueber den allgemeinen Begriff von δοῠλος, dem eigentlichen Haussklaven, οἰκέτης gegenüber, u. die andern Namen der Sklaven vgl. Ath. VI, 267. – Oft, bes. bei Tragg., adjectivisch; ἀνὴρ δοῦλος Soph. O. R. 764; πόλις δούλη O. C. 921; βίος, γνῶμαι, Tr. 53301; γυνή, πούς, ζυγόν, Eur. Andr. 328 Tr. 507. 673; τὸ δοῦλον, das Knechtische, die Knechtschaft, Ion 556, wie Dion. Hal. 4, 14; dah. τὸ δοῠλον ἀσϑενές, = οἱ δοῠλοι, Eur. Ion 983; auch in Prosa, Arist. pol. 1, 4; Hdn. 3, 2, 15; u. im comp., Αἴγυπτον πολλὸν δουλοτέρην ποιήσας ἢ ἐπὶ Δαρείου ἦν Her. 7, 7. – Uebertr., ψυχὴ δούλη Plat. Legg. VI, 776 e; γνάϑου δοῠλος Eur. frg. bei Ath. X. 413 c, wie Hec. 856 ἢ χρημάτων γὰρ δοῠλός ἐστιν ἢ τύχης; vgl. Xen. Mem. 1, 3. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοῦλος — born bondman masc nom sg δοῦλος born bondman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • δούλος — ο 1. άνθρωπος που στερείται την ελευθερία του, σκλάβος: Είναι δούλος της γυναίκας του. 2. υπηρέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούλω — δοῦλος born bondman masc/neut nom/voc/acc dual δοῦλος born bondman masc/neut gen sg (doric aeolic) δοῦλος born bondman masc nom/voc/acc dual δοῦλος born bondman masc gen sg (doric aeolic) δουλόω enslave pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλότερον — δοῦλος born bondman adverbial comp δοῦλος born bondman masc acc comp sg δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦλον — δοῦλος born bondman masc acc sg δοῦλος born bondman neut nom/voc/acc sg δοῦλος born bondman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλων — δοῦλος born bondman fem gen pl δοῦλος born bondman masc/neut gen pl δοῦλος born bondman masc gen pl δουλόω enslave imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δουλόω enslave imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλως — δοῦλος born bondman adverbial δοῦλος born bondman masc acc pl (doric) δοῦλος born bondman masc acc pl (doric) δουλόω enslave imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦλε — δοῦλος born bondman masc voc sg δοῦλος born bondman masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦλοι — δοῦλος born bondman masc nom/voc pl δοῦλος born bondman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούλοιν — δοῦλος born bondman masc/neut gen/dat dual δοῦλος born bondman masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”