- μαλάγας
μαλάγας, erkl. Hesych. ϑύλαξ, ἀσκός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλάγας, erkl. Hesych. ϑύλαξ, ἀσκός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ανδαλουσία — (Andalucia). Περιοχή (87.598 τ. χλμ., 7.403. 968 κάτ. το 2001) της νότιας Ισπανίας, που εκτείνεται από τον κάτω ρου του Γκουαντιάνα έως την Πορτογαλία και τον 2o μεσημβρινό δυτικού πλάτους, μεταξύ των νότιων παρυφών της Μεσέτα που αποτελούνται… … Dictionary of Greek