- μαλάκυνσις
μαλάκυνσις, ἡ, Weichmachen, Erweichen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλάκυνσις, ἡ, Weichmachen, Erweichen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… … Dictionary of Greek