- δολ-ῶπις
δολ-ῶπις, ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολ-ῶπις, ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek