- μαλθάκινος
μαλθάκινος, poet. = Folgdm, χάρις, Antip. Th. 32 (IX, 567).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθάκινος, poet. = Folgdm, χάρις, Antip. Th. 32 (IX, 567).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθάκινος — μαλθάκινος, ίνη, ον (Α) [μαλθακός] (ποιητ. τ.) μαλθακός … Dictionary of Greek
μαλθακίνῃ — μαλθάκινος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek