- δηθάκι
δηθάκι u. δηθάκις, oftmals, Nic. Al. 215; Opp. O. 1, 27 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηθάκι u. δηθάκις, oftmals, Nic. Al. 215; Opp. O. 1, 27 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηθάκι — δηθάκι(ς) επίρρ. (Α) [δηθά] για πολύ, συχνά … Dictionary of Greek