- δολο-εργής
δολο-εργής, ές, = folgdm, Man. 4, 394.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολο-εργής, ές, = folgdm, Man. 4, 394.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιεργής — ἡμιεργής, ὲς (Α) ημιέργαστος*, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργής (< έργον), πρβλ. δολο εργής, ευ εργής] … Dictionary of Greek
λινεργής — και λινοεργής, ές (Α) υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + εργής (< ἔργον), πρβλ. δολο εργής, λιθο εργής] … Dictionary of Greek