- δολο-εργός
δολο-εργός, listig handelnd, listig, Man. IV, 57. 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολο-εργός, listig handelnd, listig, Man. IV, 57. 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυτοεργός — ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + εργός (< ἔργον*), πρβλ. δολο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek