μαθηματικός

μαθηματικός

μαθηματικός, zum Lernen gehörig, lernbegierig, wie Plat. Tim. 88 b vrbdt τὸν μαϑηματικὸν ἤ τινα ἄλλην σφόδρα μελέτην διανοίᾳ κατεργαζόμενον; Arist. u. A. – Bes. = die Mathematik betreffend, die selbst ἡ μαϑηματική, sc. τέχνη, heißt, wie ὁ μαϑηματικός = der der Mathematik kundig ist, Arist. Eth. 6, 8 u. Folgde; später auch = Astrolog, S. Emp. adv. math. 4, 34. – Auch adv.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαθηματικός — fond of learning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικός — ή, ό ο σχετικός με τη μαθηματική επιστήμη: Μαθηματική ανάλυση. ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τα μαθηματικά: Από μικρός ήθελε να γίνει μαθηματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθηματικά — μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc pl μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc/acc dual μαθηματικά̱ , μαθηματικός fond of learning fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικώτερον — μαθηματικός fond of learning adverbial comp μαθηματικός fond of learning masc acc comp sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικῶν — μαθηματικός fond of learning fem gen pl μαθηματικός fond of learning masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματικόν — μαθηματικός fond of learning masc acc sg μαθηματικός fond of learning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… …   Dictionary of Greek

  • αναδιάταξη — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στις ακολουθίες ή στις σειρές για να δηλώσει την εναλλαγή της τάξης των όρων τους. Ακριβέστερα, όταν δίνεται μια ακολουθία ή μια σειρά, ορίζουμε ως α. μια άλλη ακολουθία ή σειρά, που προκύπτει από αυτή με… …   Dictionary of Greek

  • μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… …   Dictionary of Greek

  • ανεξάρτητη μεταβλητή — Μαθηματικός όρος. Η τιμή της μεταβλητής μιας συνάρτησης που μεταβάλλεται αυθαίρετα, χωρίς κανένα εξωτερικό περιορισμό. Π.χ. στη συνάρτηση y = φ(Χ) η x, η α.μ. μπορεί να λάβει οποιαδήποτε τιμή από το σύνολο ορισμού, ενώ η y δεσμεύεται να λάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”