δοθιήν

δοθιήν

δοθιήν, ῆνος, ὁ, kleines Blutgeschwür, furunculus; Ar. Vesp. 1172; Medic. Vgl. Hdn. π. μον. λέξ, p. 17, wo aus Teleclid. steht δοϑιῆνος ἔχων τὸ πρόςωπον, auch δοϑιών angeführt ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοθιήν — small abscess masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιήν — ο (AM δοθιήν) φλεγμονώδες, πυώδες εξοίδημα τού δέρματος και τού υποδόριου ιστού, καλόγερος, βούζουνας, διάθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η παρουσία τού θι στη λ. κάνει πιθανή την υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. Ο σχηματισμός της κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • δοθιῆνα — δοθιήν small abscess masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιῆνας — δοθιήν small abscess masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιῆνες — δοθιήν small abscess masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιῆνι — δοθιήν small abscess masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιῆνος — δοθιήν small abscess masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιῆσι — δοθιήν small abscess masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιῆσιν — δοθιήν small abscess masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοθιήνων — δοθιήν small abscess masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βγάλσιμο — και βγάρσιμο, το 1. εξαγωγή («βγάλσιμο δοντιού») 2. άντληση («βγάλσιμο νερού») 3. εξόρυξη («βγάλσιμο ματιού») 4. αποβολή, αφαίρεση («βγάλσιμο των ρούχων) 5. εξάρθρωση («βγάλσιμο χεριού») 6. ανατολή («στο βγάλσιμο του ήλιου») 7. εξόφληση («το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”