- δημο-λάλητος
δημο-λάλητος, vom Volk gesprochen, allbekannt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημο-λάλητος, vom Volk gesprochen, allbekannt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυλάλητος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο αρχ. αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο λάλητος] … Dictionary of Greek