- δοξο-λογία
δοξο-λογία, ἡ, das Rühmen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξο-λογία, ἡ, das Rühmen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρισιολογία — κρισιολογία, ἡ (Α) δικαστική διαδικασία, δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< λογῶ < λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο λογία, δοξο λογία] … Dictionary of Greek