- μνημονευτός
μνημονευτός, dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνημονευτός, dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνημονευτός — μνημονευτός, ή, όν (Α) [μνημονεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης … Dictionary of Greek
μνημονευτός — that can be remembered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονευτά — μνημονευτός that can be remembered neut nom/voc/acc pl μνημονευτά̱ , μνημονευτός that can be remembered fem nom/voc/acc dual μνημονευτά̱ , μνημονευτός that can be remembered fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονευτῶν — μνημονευτός that can be remembered fem gen pl μνημονευτός that can be remembered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονευτόν — μνημονευτός that can be remembered masc acc sg μνημονευτός that can be remembered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονευτοῦ — μνημονευτός that can be remembered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονευτούς — μνημονευτός that can be remembered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek
ευμνημόνευτος — η, ο (Α εὐμνημόνευτος, ον) αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.) αρχ. πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).… … Dictionary of Greek
μνημονευτικός — ή, ό (ΑΜ μνημονευτικός, ή, όν) [μνημονευτός] αυτός που είναι επιτήδειος, ή ικανός στη μνημόνευση, μνημονικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μνημονευτική (ψυχολ.) σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τής απομνημονευτικής ικανότητας, το οποίο… … Dictionary of Greek
παντομνημόνευτος — ον, Α αυτός που μνημονεύεται από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μνημονεύω (πρβλ. αξιο μνημόνευτος)] … Dictionary of Greek