- δημο-κόλαξ
δημο-κόλαξ, ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημο-κόλαξ, ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμοκόλαξ — λιμοκόλαξ, ακος, ὁ (Α) πειναλέος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κόλαξ (πρβλ. δημο κόλαξ, μουσο κόλαξ)] … Dictionary of Greek