δημ-ηγόρος

δημ-ηγόρος

δημ-ηγόρος, volksrednerisch, στροφαί, Gewandtheit des Volksredners, Aesch. Suppl. 6231 τιμαί, Eur. Hec. 254. – Subst., der Volksredner, Plat. Legg. X, 908 d u. Folgde; auch mit dem Nebenbegriff »dem Volke schmeichelnd«, nicht die Wahrheit, sondern trügerisch zur Ergötzlichkeit sprcchend, Plat. Gorg. 482 c 494 d; dah. ὅρκος δ' ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diphil. Stob. dor. 28, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομπηγόρος — κομπηγόρος, ον (Α) αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, δικ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • χρησμηγόρος — ον, Α αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, ἐτυμ ηγόρος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κενεαγόρος — και ιων. τ. κενεηγόρος, ον (Α) ματαιολόγος, κενολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (βλ. κεν[ο] ) + αγόρος / ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δηθ αγόρος / δημ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • ψευδηγόρος — ον, Α αυτός που λέει ψέματα. επίρρ... ψευδηγόρως ΜΑ με ψεύτικα λόγια, με ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ετυμηγόρος — ἐτυμηγόρος, ον (Α) αυτὸς που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ ηγόρος το η λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… …   Dictionary of Greek

  • τοπηγορία — ἡ, Α συζήτηση για κοινό τόπο, για κοινοτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία, με έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ., όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος και ηγορία, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • κρημνηγορώ — κρημνηγορῶ, έω (Α) μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ηγορώ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, χρησμ ηγορώ. Το η (αντί α ) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • λαβρηγορώ — λαβρηγορώ, έω (Μ) λαβραγορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + ηγορώ (< ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, παρηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • λεπτηγορώ — λεπτηγορῶ, έω (Α) αναφέρω λεπτομερώς, λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. <λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + ηγορῶ (< ηγόρος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, κατ ηγορώ] …   Dictionary of Greek

  • μυστηγορία — μυστηγορία, ἡ (Α) ομιλία μυστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηγορία (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τὴς «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”