βαλανεύς — βαλανεύς, ο (Α) 1. υπηρέτης σε λουτρά 2. πολυλογάς, φλύαρος (επειδή ήταν παροιμιώδης η πολυλογία των βαλανέων). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον, ως υποχωρητικός σχηματισμός ή, κατ άλλους, βαλανείον < βαλανεύς (βλ. και βαλανείον)] … Dictionary of Greek
βαλανεύς — bath man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῖς — βαλανεύς bath man masc acc pl βαλανεύς bath man masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανῆς — βαλανεύς bath man masc nom pl βαλανεύς bath man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανέων — βαλανεύς bath man masc gen pl βαλανέω̆ν , βαλανεύς bath man masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῖ — βαλανεύς bath man masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῦ — βαλανεύς bath man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῦσι — βαλανεύς bath man masc dat pl βαλανόω fasten with a pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) βαλανόω fasten with a pres ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῦσιν — βαλανεύς bath man masc dat pl βαλανόω fasten with a pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) βαλανόω fasten with a pres ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БАНИ — • Balneum, balineum, βαλανει̃ον, называлось простое приспособление для купанья, a balineae или balneae баня, купальня в собственном смысле. I. Купальни у греков не в такой степени, как у римлян, были предметом роскоши и… … Реальный словарь классических древностей
βαλανίς — βαλανίς, η (Α) (θηλ. του βαλανεύς) 1. υπηρέτρια σε λουτρά 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανεύς (σημ. 1.) και < βάλανος (σημ. 2)] … Dictionary of Greek