- δονακόεις
δονακόεις, εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δονακόεις, εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δονακόεις — δονακόεις, εσσα εν (Α) 1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια 2. φρ. «δονακόεις δόλος» καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα … Dictionary of Greek
δονακόεντος — δονακόεις reedy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)