μαλακο-κόλαξ

μαλακο-κόλαξ

μαλακο-κόλαξ, ακος, ὁ, ein weichlicher Schmeichler, Schmarotzer, Ath. VI, 258 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πονηροκόλαξ — ακος, ὁ, Μ πονηρός, υστερόβουλος, κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κόλαξ (πρβλ. μαλακο κόλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”