- μαλακο-ποιός
μαλακο-ποιός, weich machend, verweichlichend, Sp., wie Schol. Theocr. 5, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακο-ποιός, weich machend, verweichlichend, Sp., wie Schol. Theocr. 5, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
τερενοποιός — όν, Α αυτός που κάνει κάτι μαλακό, μαλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, ενος «μαλακός, τρυφερός» + ποιός*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek