- μαλακο-πύρηνος
μαλακο-πύρηνος, weichkernig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακο-πύρηνος, weichkernig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικροπύρηνος — η, ο (Α μικροπύρηνος, ον) (για καρπούς) αυτός που έχει μικρό πυρήνα, μικρό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. μαλακο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
μαλακοπύρηνος — μαλακοπύρηνος, ον (Α) αυτός που έχει μαλακό πυρήνα, μαλακό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πυρήν, ῆνος (πρβλ. σκληρο πύρηνος)] … Dictionary of Greek