- μαλακτήρ
μαλακτήρ, ῆρος, ὁ, der Erweichende, χρυσοῦ, Goldschmied, der Gold schmilzt, Plut. Pericl. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακτήρ, ῆρος, ὁ, der Erweichende, χρυσοῦ, Goldschmied, der Gold schmilzt, Plut. Pericl. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακτῆρες — μαλακτήρ one that melts and moulds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτήρας — ο (Α μαλακτήρ, ῆρος) αυτός που μαλακώνει κάτι με κατεργασία νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο αναμιγνύονται ή ζυμώνονται διάφορα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάσσω + επίθημα τήρ (> τήρας), πρβλ. οδοστρω τήρ(ας)] … Dictionary of Greek