- μαλακτικός
μαλακτικός, erweichend, lindernd, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, den Stuhlgang befördernd, iid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακτικός, erweichend, lindernd, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, den Stuhlgang befördernd, iid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακτικός — emollient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… … Dictionary of Greek
μαλακτικός — ή, ό μαλαχτικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλακτικά — μαλακτικός emollient neut nom/voc/acc pl μαλακτικά̱ , μαλακτικός emollient fem nom/voc/acc dual μαλακτικά̱ , μαλακτικός emollient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικώτερον — μαλακτικός emollient adverbial comp μαλακτικός emollient masc acc comp sg μαλακτικός emollient neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικωτάτων — μαλακτικός emollient fem gen superl pl μαλακτικός emollient masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικῶν — μαλακτικός emollient fem gen pl μαλακτικός emollient masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικόν — μαλακτικός emollient masc acc sg μαλακτικός emollient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικώτατα — μαλακτικός emollient adverbial superl μαλακτικός emollient neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικώτατον — μαλακτικός emollient masc acc superl sg μαλακτικός emollient neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακτικαῖς — μαλακτικός emollient fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)