- βαλανόω
βαλανόω, die Thür durch den eingesteckten Zapfen (βάλανος 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσϑαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανόω, die Thür durch den eingesteckten Zapfen (βάλανος 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσϑαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βεβαλανωμένον — βαλανόω fasten with a perf part mp masc acc sg βαλανόω fasten with a perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαλάνωκε — βαλανόω fasten with a perf imperat act 2nd sg βαλανόω fasten with a perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαλάνωκεν — βαλανόω fasten with a perf ind act 3rd sg βαλανόω fasten with a plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανῶσαι — βαλανόω fasten with a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαλάνωται — βαλανόω fasten with a perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῦσι — βαλανεύς bath man masc dat pl βαλανόω fasten with a pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) βαλανόω fasten with a pres ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεῦσιν — βαλανεύς bath man masc dat pl βαλανόω fasten with a pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) βαλανόω fasten with a pres ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνου — βάλανος acorn fem gen sg βαλανόω fasten with a pres imperat act 2nd sg βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνων — βάλανος acorn fem gen pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βαλανόω fasten with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύσηι — βαλανεύσῃ , βαλανεύω heat the bath aor subj mid 2nd sg βαλανεύσῃ , βαλανεύω heat the bath aor subj act 3rd sg βαλανεύσῃ , βαλανεύω heat the bath fut ind mid 2nd sg βαλανεύσῃ , βαλανόω fasten with a pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνους — βάλανος acorn fem acc pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)