- βαλανωτός
βαλανωτός, 1) ὀχεύς, mit dem Zapfen (s. βάλανος 4) versehen, Parmenid. frg. bei Sext. Emp. adv. Math. 7, 111. – 2) φιάλη, mit eichelartigen Zierrathen versehen, Ath. XI, 502 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανωτός, 1) ὀχεύς, mit dem Zapfen (s. βάλανος 4) versehen, Parmenid. frg. bei Sext. Emp. adv. Math. 7, 111. – 2) φιάλη, mit eichelartigen Zierrathen versehen, Ath. XI, 502 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανωτόν — βαλανωτός fastened with a masc acc sg βαλανωτός fastened with a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανωτοί — βαλανωτός fastened with a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανωτῇ — βαλανωτός fastened with a fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανωτή — βαλανωτός fastened with a fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)