δηγμός

δηγμός

δηγμός, , das Beißen, bes. Leibschmerzen, Hippocr., Theophr.; übertr., δηγμὸν ἔχειν, φέρειν τινί, jemand verletzen, Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δηγμός — δηγμός, ο (Α) [δάκνω] 1. το δήγμα, το δάγκωμα 2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.) 3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.) 4. (για τον… …   Dictionary of Greek

  • δηγμός — bite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμοῖς — δηγμός bite masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμοί — δηγμός bite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμοῦ — δηγμός bite masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμούς — δηγμός bite masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμῶν — δηγμός bite masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμῷ — δηγμός bite masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηγμόν — δηγμός bite masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”