- μαλιασμός
μαλιασμός, ὁ, = μᾶλις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλιασμός, ὁ, = μᾶλις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλιασμός — glanders masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλιασμός — ο (Α μαλιασμός) [μαλίασις] η λοιμώδης νόσος μάλις … Dictionary of Greek
μαλίασις — μαλίασις, ἡ (Α) [μαλιώ] μαλιασμός … Dictionary of Greek
μαλιή — μαλιή, ἡ (Α) [μάλις] μαλιασμός … Dictionary of Greek