- μνημόνιος
μνημόνιος, v. l. für μνημόνειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνημόνιος, v. l. für μνημόνειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μνημόνιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στην Αμαθούντα. Η μνήμη του τιμάται τη 16η Ιουνίου … Dictionary of Greek
μνημόνειος — και μνημόνιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αποβλέπει στη μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, ονος + κατάλ. ειος (πρβλ. μαρμάρ ειος)] … Dictionary of Greek