- μνημόσυνος
μνημόσυνος, das Andenken erhaltend, ins Gedächtniß rufend, Ar. Vesp. 538. 559; τὸ μνημόσυνον = μνημεῖον, so μνημ. ἑωυτοῦ λιπέσϑαι, Her. 4, 166, μνημόσυνα λιπέσϑαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνϑρώπων βίον, 6, 109. 9, 16, öfter; ähnl. Thuc. εἴ τι μνημόσυνόν που ἔμελλεν αὐτοῦ τῆς οἰκίσεως περιέσεσϑαι, 5, 11; öfter bei sp. D., wie Mel. 14 (XII, 68). 98 (V, 136); N. T.; Luc. Hipp. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.