δημό-πρακτος

δημό-πρακτος

δημό-πρακτος, vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόπρακτος — ον, Α φιλοπράγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρακτός (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”