- δημ-ωφελής
δημ-ωφελής, ές, dem Volke nützlich; gemeinnützig; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – ἡγεμών, Plut. Sull. 30; auch a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημ-ωφελής, ές, dem Volke nützlich; gemeinnützig; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – ἡγεμών, Plut. Sull. 30; auch a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικωφελής — οἰκωφελής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ωφελής (< ὄφελος). Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ωφελής, ψυχ ωφελής)] … Dictionary of Greek