δούλειος — slavish masc nom sg δούλειος slavish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλειος — δούλειος, α, ον και ος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δούλο, δουλικός … Dictionary of Greek
δούλειον — δούλειος slavish masc acc sg δούλειος slavish neut nom/voc/acc sg δούλειος slavish masc/fem acc sg δούλειος slavish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείων — δούλειος slavish fem gen pl δούλειος slavish masc/neut gen pl δούλειος slavish masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείοις — δούλειος slavish masc/neut dat pl δούλειος slavish masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείοισι — δούλειος slavish masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) δούλειος slavish masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείου — δούλειος slavish masc/neut gen sg δούλειος slavish masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείῳ — δούλειος slavish masc/neut dat sg δούλειος slavish masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαις — δούλειος slavish fem dat pl δουλεία slavery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείη — δούλειος slavish fem nom/voc sg (epic ionic) δουλεία slavery fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)