- δούλευμα
δούλευμα, τό, Knechtschaft, Dienst; Eur. Or. 221. – Der Knecht, verächtlich, γυναικός Soph. Ant. 752; πιστὸν ἱστῶν, d. h. Frauen, Eur. Ion 748.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δούλευμα, τό, Knechtschaft, Dienst; Eur. Or. 221. – Der Knecht, verächtlich, γυναικός Soph. Ant. 752; πιστὸν ἱστῶν, d. h. Frauen, Eur. Ion 748.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δούλευμα — a service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλευμα — το βλ. δούλεμα … Dictionary of Greek
δούλευμ' — δούλευμα , δούλευμα a service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεύματα — δούλευμα a service neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλεμα — το (AM δούλευμα Μ και δούλεμα) νεοελλ. 1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας 2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια 3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα») 4. κοροϊδία, κούρντισμα μσν. λειτουργία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κωτίλλω — (AM) [κωτίλος] φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.) αρχ. μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.) … Dictionary of Greek