βαθύ-μαλλος

βαθύ-μαλλος

βαθύ-μαλλος, dicht-, langwollig, δέρμα κριοῦ Pind. P. 4, 161; κώδια App. Mithrid. 103.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόμαλλος — μακρόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει μακρύ ή πυκνό μαλλί, μακρομάλλης, μαλλιαρός, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μαλλός «τρίχωμα, μαλλιά» (πρβλ. βαθύ μαλλος, δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόμαλλος — μονόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαλλός (πρβλ. βαθυ μαλλος, δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”