- βαθύ-δοξος
βαθύ-δοξος (δόξα), hochberühmt, Pind. P. 1, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-δοξος (δόξα), hochberühmt, Pind. P. 1, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνδοξος — ον, Α πανένδοξος, τρισένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοξος (< δόξα), πρβλ. βαθύ δοξος] … Dictionary of Greek