- βαθύ-χθων
βαθύ-χθων, αἶα, = βαϑύγειος, Aesch. Spt. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-χθων, αἶα, = βαϑύγειος, Aesch. Spt. 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύστερνος — βαθύστερνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βαθύ στέρνο («βαθύστερνος λέων», Πίνδ.) 2. βαθύς («βαθύστερνος χθών», «βαθύστερνος πόντος») … Dictionary of Greek