δούριος

δούριος

δούριος, poet. = δούρειος; ἵππος Ar. Av. 1128; Lucill. 95 (XI, 259); auch D. Hal. 1, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δούριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούριος — βλ. δούρειος …   Dictionary of Greek

  • Δούριος — Δούρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούριον — δούριος masc acc sg δούριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουρίου — δούριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουρίῳ — δούριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουρίας — δουρίᾱς , δούριος fem acc pl δουρίᾱς , δούριος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Duero — «Río Duero» redirige aquí. Para otras acepciones, véase Río Duero (desambiguación). Duero (Douro) La desembocadura del Duero en Oporto País que atravie …   Wikipedia Español

  • СТРОНГИЛИОН —    • Strongўlio,          Στρογγυλίων, скульптор и литейщик из Афин, сделавший бронзового троянского коня (так называемого δούριος ίππος), стоявшего у входа в Акрополь (о котором говорит Павсаний 1, 32, 10). Пьедестал этого памятника с надписью… …   Реальный словарь классических древностей

  • δούρειος — α, ο (AM δούρειος, α, ον Α και δούριος, α, ον) [δόρυ] φρ. «δούρειος ἵππος» ο ξύλινος ίππος που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση τής Τροίας νεοελλ. «δούρειος ίππος» παγίδα, απατηλή εμφάνιση με άλλη ονομασία αρχ. ξύλινος …   Dictionary of Greek

  • δουρίαν — δουρίᾱν , δούριος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”