- βαθύ-πελμος
βαθύ-πελμος, εὐμαρίς, dick besohlt, Antip. Sid. 82 (VII, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-πελμος, εὐμαρίς, dick besohlt, Antip. Sid. 82 (VII, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειόπελμος — λειόπελμος, ον (Μ) αυτός που έχει λεία πέλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύ πελμος, μονό πελμος] … Dictionary of Greek
μονόπελμος — μονόπελμος, ον (Α) (για υποδήματα) αυτός που έχει ένα μόνο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πελμος (< πέλμα), πρβλ. βαθύ πελμος] … Dictionary of Greek