- βαθύ-πεδος
βαθύ-πεδος (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-πεδος (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύπεδος — εὐρύπεδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ πεδος, επί πεδος)] … Dictionary of Greek
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] … Dictionary of Greek
ομόπεδος — ὁμόπεδος, ον (Α) αυτός που έχει επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ πεδος] … Dictionary of Greek
πλατύπεδος — ον, Α αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ πεδος] … Dictionary of Greek