μαλός

μαλός

μαλός, ὁ, = μαλλός, u. s. μαλίον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον …   Dictionary of Greek

  • μαλός — μᾱλός , μαλός white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλοις — Μάλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλοισι — Μάλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλοισιν — Μάλος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλον — Μάλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλων — Μάλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλῳ — Μάλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλ' — μᾱλί , μαλίς 2 fem voc sg μᾱλά , μαλός white neut nom/voc/acc pl μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc/acc dual μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) μᾱλέ , μαλός white masc voc sg μᾱλαί , μαλός white fem nom/voc pl μᾱλί , μηλίς fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλά — μᾱλά , μαλός white neut nom/voc/acc pl μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc/acc dual μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλόν — μᾱλόν , μαλός white masc acc sg μᾱλόν , μαλός white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”