βαλός

βαλός

βαλός, , dor. = βηλός, Aesch. Ch. 564.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαλός — βᾱλός , βηλός threshold masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Büffel, der — Der Büffel, des s, plur. ut nom. sing. 1) Eine Art wilder Ochsen mit zotigen Haaren am Halse und auf der Brust, welche kleiner als der Auerochs ist, sich leicht zähmen lässet, und in Italien, Ungarn und der Türkey häufig angetroffen wird; Bubalus …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ABALUS — I. ABALUS Graece Α῎βαλος, Solymis cultus, Euseb. Prap. Euang. l. 5. c. 5. Sed Α῎ρβαλον vocat Plut, de Def. Orac. vide infra Solym. II. ABALUS Oceani Germanici Insula in qua nonnulli crediderunt electrum ab arboribus fluere. Plin. l. 37. c. 2. In… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βηλός — Εξελληνισμένος τύπος της σημιτικής λέξης Βάαλ Βηλ,που σημαίνει (όπως στα ελληνικά η λέξη Κρέων) τον κύριο, τον δεσπότη. Ως Β. φέρεται και ένας αρχαίος βασιλιάς των Ασσυρίων. Το ίδιο όνομα αποδίδεται επίσης στον πατέρα της Διδούς, στον πατέρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”