- δουλάριον
δουλάριον, τό, dim. von δοαλη, wie Luc. Lexiph. 25 ausdrücklich bemerkt ist; Ar. Thesm. 537; Metag. bei Poll. 3, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλάριον, τό, dim. von δοαλη, wie Luc. Lexiph. 25 ausdrücklich bemerkt ist; Ar. Thesm. 537; Metag. bei Poll. 3, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλάριον — δουλάριον, το (Α) δουλάκι … Dictionary of Greek
δουλάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλαρίων — δουλάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλαρίῳ — δουλάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλάρια — δουλάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)