- δουληΐη
δουληΐη, ἡ, = δουλεία; Her. 6, 12; Anacr. ep. 1 (XIII, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουληΐη, ἡ, = δουλεία; Her. 6, 12; Anacr. ep. 1 (XIII, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουληίῃ — δουλεία slavery fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)