- δουλόσυνος
δουλόσυνος, ον, knechtisch, dienstbar; τινί, Eur. Hec. 452 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλόσυνος, ον, knechtisch, dienstbar; τινί, Eur. Hec. 452 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλόσυνος — δουλόσυνος, ον (AM) μσν. δουλικός αρχ. υπόδουλος, υποταγμένος … Dictionary of Greek
δουλόσυνος — enslaved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)