- βαθυ-αγκής
βαθυ-αγκής, ές, mit tiefen Thälern, Alpen, Crinag. 28 (IX, 283); Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθυ-αγκής, ές, mit tiefen Thälern, Alpen, Crinag. 28 (IX, 283); Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαγκής — εὐαγκής (και ποιητ. τ. τού θηλ. εὐάγκεια), ές (Α) αυτός που έχει ωραίες κοιλάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγκής (< άγκος «κοιλάδα»), πρβλ. βαθυ αγκής] … Dictionary of Greek