- βαθυ-κήτης
βαθυ-κήτης, ες (κῆτος), tief gehöhlt, πόντος Theogn. 175; daraus Luc. Tim. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθυ-κήτης, ες (κῆτος), tief gehöhlt, πόντος Theogn. 175; daraus Luc. Tim. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγακήτης — μεγακήτης, ες (Α) 1. (για τη θάλασσα) αυτός που έχει αφθονία κητών («ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.) 2. (για το δελφίνι) μεγάλος 3. (για πλοίο) ευρύχωρος («μεγακήτεϊ νηΐ μελαίνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κήτης (< κῆτος… … Dictionary of Greek