- μνησί-τοκος
μνησί-τοκος, des Gebärens eingedenk, es nicht unterlassend, also fruchtbar, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνησί-τοκος, des Gebärens eingedenk, es nicht unterlassend, also fruchtbar, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσσίτοκος — και τελεσίτοκος, ον, Α τελειοτόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί τοκος, με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
μνησίτοκος — μνησίτοκος, ον (Α) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος] … Dictionary of Greek