- μνησι-στέφανος
μνησι-στέφανος ἀγών, des Kranzes gedenkend, der die Belohnung des Kampfes ist, Pind. bei Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνησι-στέφανος ἀγών, des Kranzes gedenkend, der die Belohnung des Kampfes ist, Pind. bei Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερεστέφανος — ον, Α 1. αυτός που φέρνει τη νίκη 2. αυτός που παίρνει το στεφάνι τής νίκης, νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στέφανος (πρβλ. μνησι στέφανος, χρυσο στέφανος)] … Dictionary of Greek
μνησιστέφανος — μνησιστέφανος, ον (ΑΜ) αυτός που σκέπτεται τα στεφάνια τής νίκης στους αγώνες («καὶ ἀγῶνα δὲ μνησιστέφανον», Ευστ. Ποντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + στέφανος] … Dictionary of Greek