μνηστής

μνηστής

μνηστής, ὁ, = μνηστήρ, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μνηστῆς — μνηστός wooed and won fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνηστῇς — μνηστός wooed and won fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήστης — μνῆστις remembrance fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оброученица — ОБРОУЧЕНИЦ|А (41), Ѣ ( А) с. Невеста, обрученная: Чьтьць аще съ своѥю обрѹченицею прѣже брака съвъкѹпитьсѧ. лѣто праздьнъ бывъ. на почитаниѥ при˫атъ бѹдеть. (τῇ ἑαυτοῦ μνηστῇ) КЕ XII, 195б; ни оц҃а же моѥго или бра(т) моѥго обрѹченицю не имамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • Αμφιτρύων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τίρυνθας, απόγονος του Περσέα. Επειδή σκότωσε κατά λάθος τον πατέρα της μνηστής του Αλκμήνης, αναγκάστηκε να εξαγνιστεί με εξορία στη Θήβα, κοντά στον βασιλιά Κρέοντα. Η Αλκμήνη πήγε, τον βρήκε και τον παντρεύτηκε …   Dictionary of Greek

  • Γκούντρουν — I (Gudrun).Γερμανικό έπος του 13ου αι. Σε αυτό, εξιστορούνται οι άθλοι του γιου του βασιλιά της Ιρλανδίας Χάγκεν, ο γάμος του βασιλιά Χετέλ με τη Χίλδα, κόρη του Χάγκεν και η απαγωγή της Γ., κόρης του Χετέλ και της Χίλδας και μνηστής του Χέρβιγκ …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… …   Dictionary of Greek

  • δίπορτος — η, ο 1. δίθυρος, αυτός που έχει δύο πόρτες: Έχει δίπορτο αυτοκίνητο. 2. το ουδ. ως ουσ., δίπορτο διπλή διέξοδος ή ωφέλεια: Το έχει δίπορτο· άλλοτε μένει στο σπίτι του και άλλοτε στης μνηστής του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”