- μνηστήριος
μνηστήριος, zum Freien gehörig, δῶρα, Brautgeschenke, mit denen man um die Braut wirbt, Christod. ecphr. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστήριος, zum Freien gehörig, δῶρα, Brautgeschenke, mit denen man um die Braut wirbt, Christod. ecphr. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστήριος — α, ο (Α μνηστήριος, ον) [μνηστήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μνηστήρα ή στη μνηστή ή αυτός που προέρχεται από τον μνηστήρα («μνηστήρια δώρα») … Dictionary of Greek